- πιστοδότηση
- (-ις (-εως)] η предоставление кредита, кредитование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιστοδότηση — η, Ν [πιστοδοτώ] παροχή πίστωσης, δανειοδότηση … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
πιστοδοτικός — ή, ό, Ν [πιστοδότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιστοδότη ή στην πιστοδότηση … Dictionary of Greek